- καταβελής
- καταβελήςstricken by many arrowsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταβελής — καταβελής, ές (AM) αυτός που έχει πληγεί με πολλά βέλη, καταπληγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βελής (< βέλος), πρβλ. εμ βελής, συμ βελής] … Dictionary of Greek
καταβελεῖς — καταβελής stricken by many arrows masc/fem acc pl καταβελής stricken by many arrows masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βέλος — Όπλο σχήματος μικρού ακοντίου, συνήθως από ξύλο, λίγο περισσότερο μακρύ από μισό μέτρο, που ρίχνεται με το τόξο. Εκτός από το ακόντιο, το β. αποτελείται από δύο κύρια μέρη, την αιχμή και τη γλυφή. Η πρώτη, προορισμένη να χτυπά τον στόχο, στους… … Dictionary of Greek